Ιστορία


Μεδεών Ακαρνανίας

Η Μεδεώνα ή Μεδιώνα ήταν αρχαία Ακαρνανική πόλη, σε απόσταση 1 χιλιομέτρου  περίπου ΝΑ της Κατούνας και 5,5 χιλιομέτρων  Α-ΒΑ της Κομπωτής (αρχαία Τορύβεια) και αναπτύσσεται πάνω στους λόφους Καστράκι και Βλιχίδι. Το όνομα της πόλης προήλθε, σύμφωνα με το Στέφανο Βυζάντιο, από τον Μεδεώνα, το γιο του Πυλάδη και της Ηλέκτρας.
Η πόλη αναφέρεται από το Θουκυδίδης (Γ, 106) κατά τη διάρκεια της πορείας του Σπαρτιάτη Ευρυλόχου προς την Αμφιλοχία το 426 π.Χ. γράφει: "''Μεδεών ή Μεδίων. Οχυρή πόλη της Ακαρνανίας, νότια του Αμβρακικού, επί της οδού για Στράτο.''" Από τον Ξενοφώντας (Ελληνικά 4.6.5-14) αναφέρεται επίσης κατά την πορεία του Αγησιλάου στην Ακαρνανία το 389 π.Χ. Τέλος ο Πολύβιος (Β, 2,3.4) κάνει λόγο για την συγκεκριμένη πόλη κατά την διάρκεια του 1ου Ιλλυρικού πολέμου, το 231 π.Χ.

Κατά το αγγλικό λεξικό της ελληνικής αρχαιολογίας πρέπει να γράφεται «Μεδοιών» από το ρήμα «μεδοιωνίζω» που σημαίνει κυριαρχώ, κυβερνώ, προστατεύω. Αλλά και με –ε το ρήμα μέδω έχει την ίδια σημασία, δηλαδή άρχω, κυβερνώ, βασιλεύω και προστατεύω.

Τον 6ο αιώνα π.Χ. οι Ακαρνάνες συγκρότησαν ένα ομοσπονδιακό κράτος που το αποκαλούσαν «''Κοινόν''», μέλος δε αυτού ήταν και η Μεδεών. Ακολούθησαν οι περσικοί πόλεμοι, όπου η Μεδεών σύμφωνα με τη γραμμή του «Κοινού» δεν έλαβε μέρος.
Στη δεκαετία 460-450 π.Χ. η Μεδεών μαζί με τους λοιπές Ακαρνάνες έλαβαν μέρος σε εκστρατεία για την απελευθέρωση των Οινιάδων που είχαν καταλάβει τμήμα των Μεσσηνίων.

Όταν ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος το 431 π.Χ. η Μεδεών ακολούθησε τους Αθηναίους, οι κάτοικοι του οποίου έλαβαν μέρος στην εκστρατεία κατά των Οινιάδων το 428 π.Χ., τη πολιορκία της Λευκάδας το 427 π.Χ., τη μάχη σε Ολπές και Ιδομένη, το χειμώνα του 426-5 π.Χ. και την εκστρατεία κατά του Ανακτορίου το φθινόπωρο του 425 π.Χ..

Στον Κορινθιακό πόλεμο που ξεκίνησε το 395 π.Χ., η Μεδεών σύμφωνα με τη γραμμή του «Κοινού» ήταν σύμμαχος των Αθηναίων κατά το πρώτο χρόνο και των Σπαρτιατών κατά το δεύτερο χρόνο. Όταν εκηρύχθη ο πόλεμος Σπάρτης - Θηβών και μετά τη συντριβή των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα το 371 π.Χ., η Μεδεών ακολουθώντας απόφαση του «Κοινού» συμμάχησε με τους Θηβαίους.

Κατά την άνοδο της Μακεδονίας με τον Φίλιππο Γ' πάλι σύμφωνα με τη γραμμή του «Κοινού», η Μεδεών συμμετείχε σε αντιμακεδονικό μέτωπο που είχαν συγκροτήσει Αθηναίοι, Κερκυραίοι, Λευκάδιοι και Κορίνθιοι. Μετά όμως τη μάχη στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας το 338 π.Χ. το «Κοινό» υπόγραψε συμμαχία με τους Μακεδόνες που κράτησε για 150 χρόνια περίπου. Το 294 π.Χ. ο Πύρρος της Ηπείρου κατέλαβε την Ακαρνανία κάνοντάς τη επαρχία του κράτους του μέχρι το 272 π.Χ. οπότε πέθανε. Ο γιος και διάδοχος του Πύρρου, Αλέξανδρος ανάμεσα στα 260 - 250 π.Χ. συμμάχησε με τους Αιτωλούς και μοιράστηκε με αυτούς την Ακαρνανία.  Το 245 π.Χ. ο Αλέξανδρος πέθανε και το βόρειο τμήμα της Ακαρνανίας απέκτησε την ανεξαρτησία του. Το 239 π.Χ. μετά το θάνατο του βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονος Β΄ Γονατάς, άρχισε ο Δημητριακός πόλεμος και οι Αιτωλοί εισέβαλαν στην Ακαρνανία με στόχο να καταλάβουν τη Μεδιώνα και το Θύρρειο, στόχους τους οποίους δεν πέτυχαν. Το 220 π.Χ. ξεκίνησε και η εκστρατεία του Φιλίππου Ε' στην Δυτική Ελλάδα κατά την οποία η Ακαρνανία ελευθερώθηκε από τους Αιτωλούς. Το 212 π.Χ. οι Αιτωλοί συμμάχησαν με τους Ρωμαίους οπότε η Μεδεών αλλά και οι άλλες πόλεις των Ακαρνανών, ήρθαν σε πολύ δύσκολη θέση.

Το 197 π.Χ. οι Ρωμαίοι νίκησαν τον Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας, στη μάχη, στη θέση των Κυνός Κεφαλών στη Θεσσαλία, οπότε το ''Κοινό των Ακαρνανών'' προχώρησε σε συμμαχία με τη Ρώμη. Τη χρονιά αυτή έγινε η μεταφορά της πρωτεύουσας του ''Κοινού'' στο Θύρρειο. Η Λευκάδα που ήταν μέχρι τότε πρωτεύουσα του ''Κοινού'' παρέμεινε τυπικά πρωτεύουσά του μέχρι το 167 π.Χ., οπότε αποσπάστηκε από αυτό.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Ρωμαίοι κυριάρχησαν στον Ελληνικό χώρο. Νίκησαν το βασιλιά της Συρίας Αντίοχο το χειμώνα του 190-189 π.Χ. σε μάχη στη Μαγνησία, νίκησαν το βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα το 168 π.Χ. στη Μάχη της Πύδνας, διέσπασαν τη Μακεδονία σε τέσσερα τμήματα ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα αντίδρασης από εκεί (148 π.Χ.) και το 146 π.Χ. νίκησαν στη Κόρινθο τα στρατεύματα της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Το «''Κοινό των Ακαρνανών''» διατήρησε κάποια αυτονομία μέχρι το 94 π.Χ. περίπου, χρονιά κατά την οποία φαίνεται ότι είχε διαλυθεί.

Το 31 π.Χ. έγινε η Ναυμαχία του Ακτίου (2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ.) ανάμεσα στους στόλους του Καίσαρα Πομπήιου και του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας. Οι Ακαρνάνες και μαζί με αυτούς οι κάτοικοι της Μεδεών, τάχθηκαν με το μέρος του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας. Ο νικητής της ναυμαχίας Οκταβιανός μετά την συντριβή των αντιπάλων του, έκτισε βορειο-ανατολικά της σημερινής Πρέβεζας, τη Νικόπολη και υποχρέωσε τους κατοίκους των γύρω περιοχών να εγκατασταθούν σε αυτή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αραίωση του πληθυσμού και ερήμωση της περιοχής.

Η οχύρωση της πόλης, μήκους 2 χιλιομέτρων περίπου, διέθετε εσωτερικό δια τείχισμα, αλλά και χωριστή ακρόπολη στα Ν-ΝΔ. Στο εσωτερικό της πόλης είναι ορατά θεμέλια κτιρίων και δυο αρχαία πηγάδια. Εξωτερικά της και στα δυτικά βρισκόταν πιθανότατα το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης. Ως επίνειο της Μεδιώνας θεωρείται από πολλούς η θέση Λουτράκι (πιθανόν η αρχαία πόλη Εύριπος).

Η πόλη στο β΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. έκοψε δικά της νομίσματα. Αυτά έφεραν στον εμπροσθότυπο την κεφαλή του Απόλλωνα ή της Αθηνάς και στον οπισθότυπο τα γράμματα Α ή Μ εντός στεφάνου δάφνης ή Μ-Ε μαζί με τρίποδα ή την εικόνα γλαύκας με τρίποδα.

Σήμερα τα ερείπια της αρχαίας πόλης καταλαμβάνουν μια ευρεία έκταση σε γειτονικό με τη Κατούνα ύψωμα, σε καλλιεργούμενη περιοχή. Από την αρχαία πόλη διακρίνονται μόνο ερείπια των τειχών της.


Βυζαντινή περίοδος

Στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι Βενετοί αποκτούν μεγάλα προνόμια στη ευρύτερη περιοχή της Βόνιτσας και του Ξηρομέρου, από το1082, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αλέξιος Α' Κομνηνός. Ύστερα από την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά την Δ΄ Σταυροφορία το 1204  το Ξηρόμερο αποτέλεσε τμήμα του Δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1348 ο Στέφανος Δ’ Δουσάν, ο τσάρος της Σερβίας, κατέκτησε την Ήπειρο και την Ακαρνανία, και έτσι  Κατούνα πέρασε στους Σέρβους. Στη συνέχεια στους Αλβανούς που με αρχηγό τον Ιωάννη Μπούα κατέλαβαν τη δεκαετία 1360-1370 ολόκληρο το Ξηρόμερο. Τέλος περίπου το 1403 την κατέλαβε ο Δεσπότης Ηπείρου, Κάρολος Α΄ Τόκκος.


Τουρκοκρατία

Στα 1449-1450 κατακτήθηκε από τον Σινάν Πασά, που είχε καταλάβει τότε ολόκληρο το Ξηρόμερο.

Στη συνέχεια, αναφορά για την Κατούνα έχουμε το 1521, οπότε τη συναντούμε σε τουρκικό απογραφικό κατάλογο.
Το 1642 η Κατούνα περιλαμβάνεται σε κατάλογο χωριών, που βρίσκεται στα Τουρκικά αρχεία της Κωνσταντινούπολης, του καζά του Ξηρομέρου. Ήταν οικισμός του Ξηρομέρου με 6 οικογένειες και ονομάζονταν Μπόικος. Πριν δημιουργηθεί η σημερινή Κατούνα υπήρχαν οι συνοικισμοί γύρω από αυτήν, όπως το Μπόικο (Αγία Παρασκευή), ο Άγιος Προκόπιος, ο Σωτήρας, οι Παλαιονικολάδες, το Σπανοχώρι, το Κατσώνι, το Παληόκαστρο, το Χαλκηρό, το Παλιοχώρι κ.α. Εκεί κατοικούσαν οι πρώτες οικογένειες που ενώθηκαν και δημιούργησαν αυτή την κωμόπολη του κεντρικού Ξηρομέρου.

Στα χρόνια του Αλή πασά (1788-1821) έγιναν φοβερές καταστροφές σε όλο το Ξηρόμερο.

Η γνώσεις μας για την περίοδο του 18ου και αρχές 19ου αιώνα είναι λίγες και περιορίζονται κυρίως σε αναφορές περιηγητών της εποχής. Ο Άγγλος περιηγητής Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ / William Martin Leake σε μυστική αποστολή επισκέφθηκε την Ελλάδα από το 1804 έως το 1810. Πέρασε από την Κατούνα στις 17 Μαρτίου 1807 για την οποία γράφει: ''"..από τα 110 σπίτια του χωριού τα 70 είχαν εγκαταλειφθεί, γιατί οι νοικοκυραίοι δε μπορούσαν πια να τρέφουν τους Αλβανούς που περνούσαν. Ο Μαχαλάς, η Κατούνα, η Ζάβιτσα, τα Δραγαμέστο (ή Τραγαμέστι), η Κατοχή και η Σταμνά ξέπεσαν σε άσημα χωριά, ενώ ήταν ανθηρές κωμοπόλεις στον καιρό του Κουρτ Αχμέτ πασά. Η Κατούνα φέρεται να ήταν η πλουσιότερη και η πιο εξευγενισμένη από αυτές. Οι περισσότεροι των κατοίκων τους μεταναστεύουν αφότου ο Αλή Πασάς απέκτησε τον τόπο."''
Ένας άλλος περιηγητής, ο Γάλλος Φρανσουά Πουκεβίλ / Francois Pouqueville λίγα χρόνια αργότερα, αναφέρει:"''..στο χωριό ζούσαν 130 οικογένειες."''


Η Κατούνα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821

Στις 6 Μαΐου 1821, στην Αγία Δευτέρα Κατούνας έγινε η επίσημη κήρυξη της Επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα, από τον οπλαρχηγό του Ξηρομέρου Γεώργιο Βαρνακιώτη παρουσία προεστών και αγωνιστών της περιοχής. Εκεί γράφτηκε η επαναστατική διακήρυξη του Βαρνακιώτη, όπως και η επίσημη ανάθεση της αρχιστρατηγίας σε αυτόν από τους προεστούς του Ξηρομέρου, Μαυρομμάτη, Γαλάνη, Φαράντο, Μπαμπινιώτη κ.α. Οι Επαναστάτες συγκρούστηκαν με τους Τούρκους της Κατούνας και τους έδιωξαν. Στη μάχη αυτή έπεσαν και οι δύο πρώτοι Έλληνες αγωνιστές. Με την έναρξη των επιχειρήσεων στη Βόνιτσα πολλοί Κατουνιώτες πολέμησαν εκεί. Από την Κατούνα πέρασαν πολλοί οπλαρχηγοί όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Μάρκος Μπότσαρης κ.α. ενώ πριν την Επανάσταση κατέβαινε συχνά ο ξακουστός κλέφτης από τα Άγραφα, Αντώνης Κατσαντώνης.

Στην αρχή της Επανάστασης το χωριό πρόσφερε στον Αγώνα 5.000 γρόσια, ποσό από τα μεγαλύτερα των χωριών του Ξηρομέρου.  Τον Αύγουστο του 1822 ο Καραϊσκάκης έφτασε στην Κατούνα, έδωσε μάχη με τους Τούρκους που ήταν εκεί, και τους έτρεψε σε φυγή.

Μετά την ήττα στην Μάχη του Πέτα, που έγινε στις 4 Ιουλίου του 1822, ο Βαρνακιώτης πέρασε από το Μακρυνόρος στην Κατούνα, όπου έγραψε σε όλη την επαρχία να συναχθούν οι άντρες για ν’ αντιμετωπίσουν τον Μεχμέτ Ρεσίτ πασά Κιουταχή. Στο Λουτράκι έστειλε 100 ξηρομερίτες, αλλά αυτοί, βλέποντας ότι οι Τούρκοι είχαν πιάσει την ακροθαλασσιά, επέστρεψαν άπραγοι. Αργότερα οι Τούρκοι έκαψαν την Κατούνα και την Παπαδάτου. Από την Κατούνα πήραν σιτάρι, κριθάρι και σταφύλια για την τροφοδοσία τους. Στις 10 Αυγούστου 1822, ξηρομερίτες υπό τους Θεόδωρο Γρίβα και Γεώργιο Βαρνακιώτη πέτυχαν σημαντική νίκη εναντίον του Κιουταχή στη Μάχη του Αετού. Η επιτυχία αυτή ήταν πολύ σημαντική, γιατί ήρθε μετά την ήττα των Ελλήνων στο Πέτα και ανύψωσε το ηθικό των επαναστατών και έσωσε τα γυναικόπαιδα, που οι Άγγλοι είχαν διώξει από τον Κάλαμο Λευκάδας. Επίσης αναχαίτισαν την τουρκική προέλαση προς το Μεσολόγγι.

Το 1823 κατά την επιδρομή του Ομέρ Βρυώνη οι Κατουνιώτες, όπως και όλοι σχεδόν οι Ξηρομερίτες, κατέφυγαν στο νησί του Λεσινίου, όπου μέχρι σήμερα υπάρχει το τοπωνύμιο Κατουνιώτικα. Όλα αυτά τα δύσκολα για τον ελληνισμό χρόνια, πολλοί ήταν οι πρόσφυγες από το Συρράκο και τους Καλαρρύτες Ιωαννίνων και την περιοχή της Άρτας, που βρήκαν καταφύγιο στην Κατούνα.

Μέχρι το 1827 η περιοχή της Κατούνας περνά άλλοτε στα χέρια των Τούρκων και άλλοτε στους Έλληνες επαναστάτες, ανάλογα με τις φάσεις του αγώνα. Τελικά στις αρχές του 1828 απελευθερώνεται, όπως και όλες οι περιοχές της Βόνιτσας και από τον τότε αρχηγό της κατά ξηράς Ελληνικών δυνάμεων Αγγλο Ρίτσαρντ Τσωρτς.


Η Κατούνα μετά την απελευθέρωση

Το 1836 ιδρύθηκε ο Δήμος Εχίνου και η  Κατούνα υπήρξε από το 1836 ως το 1912 πρωτεύουσα του Δήμου Εχίνου, που περιλάμβανε τα χωριά: '''Κατούνα''', Αχυρά, Τρύφου, Αετός, Κομπωτή, Κωνωπίνα,   Παπαδάτου,  Μαχαλάς, Μπαμπίνη, Βούστρι, Αλευρά, Γαρδί.  
Την ονομασία Εχίνος ο δήμος πήρε από την αρχαία πόλη Εχίνος, η οποία πίστευαν  ότι βρισκόταν στην περιοχή της Κατούνας. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, ο Εχίνος ήταν πόλη στο εσωτερικό της Ακαρνανίας, που απείχε πιθανώς μία ώρα από την πόλη Θύρρειο γράφει: "''Πόλη της Ακαρνανίας κατά τον Αμβρακικόν κόλπο (ΡΙ. IV. 1 2. 5) απείχε πιθανώς μία ώρα μεσογείως της πόλεως Θυρρείου (Ξεν. Ελλ. ΣΤ, 2, 37).''"
Το 1837 δήμαρχος ήταν ο Ι. Μαυρομμάτης. Το 1840 ο Δήμος Εχίνου είχε πληθυσμό 3.901 κατοίκους και το 1851 είχε 4.043 κατοίκους.


20ος Αιώνας


Το 1912 με βασιλικό διάταγμα καταργήθηκε ο Δήμος Εχίνου, και δημιουργήθηκαν αυτόνομες Κοινότητες. Στην απογραφή του 1920 η Κατούνα είχε 2.018 κατοίκους μαζί με το Λουτράκι (66 κατ.). Το 1928 είχε 2.727 μαζί με τον Άγιο Νικόλαο (85 κατ.) και το Λουτράκι (80 κατ.). Στην απογραφή του 1940 είχε 3.167 κατοίκους και το 1970 είχε 3.500 κατοίκους. Το 1981 είχε 3.157 το Λουτράκι 12 και ο Άγιος Νικόλαος 118 κατοίκους.

Η Γερμανική Κατοχή 1941-1944 και ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949 άφησαν βαθύτατα ίχνη στην Κατούνα, η οποία προσέφερε στην Εθνική Αντίσταση το παν, και θρήνησε θύματα.

Το 1986 η '''Κατούνα''' μαζί με τους συνοικισμούς Άγιος Νικόλαος, Αχυρά,  Λουτράκι δημιούργησαν το Δήμο Κατούνας. Το 1999 με το Σχέδιο Καποδίστριας, δημιουργήθηκε ο Δήμος Μεδεώνος που περιελάμβανε τα χωριά: '''Κατούνα''' (η έδρα του δήμου), Άγιος Νικόλαος,  Αχυρά,  Λουτράκι, Αετός, Κομπωτή, Κωνωπίνα και Τρύφου.